- γέραιρα
- γέραιρα, ἡ,A v. γεραρός. [full] γεραιράδες or [full] γεραράδες, αἱ, = γεραραί, AB228; priestesses of Athena at Argos, ib.231.10; γερηράδες, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γεραίρας — γεραίρᾱς , γέραιρα fem acc pl γεραίρᾱς , γέραιρα fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεραίρῃ — γέραιρα fem dat sg (epic ionic) γεραίρω honour pres subj mp 2nd sg γεραίρω honour pres ind mp 2nd sg γεραίρω honour pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεραίρῃς — γέραιρα fem dat pl (epic ionic) γεραίρω honour pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γέραιραι — γέραιρα fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάχαιρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 250 μ., 235 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, ΝΑ του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρκαλοχωρίου. * * * η (ΑM μάχαιρα) 1. όργανο με λαβή… … Dictionary of Greek